υπ(ο)-

υπ(ο)-
και υφ- / ὑπ(ο)- και ὑφ-, ΝΜΑ
α' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω, υποδόριος, υπέδαφος, υπόστεγο, υπότιτλος, υπώρεια), από όπου μτφ.: α) υπό την επίδραση, υπό το κράτος, δηλωτικό εξάρτησης, εξουσίας, εξαναγκασμού, επήρειας, συγκατάνευσης, συμβιβασμού, καθοδήγησης, συνοδείας (πρβλ. υπάδω, υπακούω, υπάλληλος, υπηρέτης, υποβάλλω, υπόδικος, υπόδουλος, υπόκειμαι, υπομένω, ὑποπτος, υποτάσσω, υπουργός, υποφέρω, υποψήφιος, υπόχρεος, υφίσταμαι)
β) κατώτερη αξιολογικά ή ιεραρχικά θέση από κάποιον ή κάτι άλλο, βοήθεια, αναπλήρωση, αντικατάσταση (πρβλ. υπαρχηγός, υποβαθμίζω, υποκαθιστώ, υποκατάστημα, υπόκοσμος, υπολοχαγός, υποπλοίαρχος, υποτιμώ, υφυπουργός)
γ) ενέργεια ή διεργασία που γίνεται κρυφά, συγκαλυμμένα, έμμεσα, επιτηδείως, εμπιστευτικά, παράνομα, τυχαία (πρβλ. υπαντώ, υπαινίσσομαι, υπεκφεύγω, υποδαυλίζω, υποδεικνύω, υποθάλπω, υποκινώ, υποκλέπτω, υποκρίνομαι, υπονοώ, υποσυνείδητο, ύπουλος)
δ) στέρηση, ανεπάρκεια, ελάττωση ορισμένες φορές κάτω από τα επιτρεπόμενα όρια (πρβλ. υπανάπτυξη, υπάνθρωπος, υπογλυκαιμία, υποθερμία, υπολειτουργώ, υπόταση)
2) κάτι που γίνεται ή υπάρχει ανεπαίσθητα, αμυδρά, σε μικρό βαθμό ή για μικρό χρονικό διάστημα (πρβλ. υπαγανακτώ, υποαπασχολούμαι, υποκρούω, υπόλεπτος, υπομειδιώ, υποπονώ, υποτονία)
3) μένω ή γυρίζω πίσω, οπισθοχωρώ (πρβλ. υπαναχωρώ, ύπειμι [II], υπολείπομαι, υποτρέπομαι: υποτροπή)
4) κάτι που γίνεται σταδιακά, βαθμηδόν (πρβλ. υπαγωνιώ, υποδιδάσκω, υποπείθω)
5) την ίδια ή ελαφρώς επιτεταμένη σημασία που έχει και ο απλός τύπος (πρβλ. υπαγκαλίζω, υπαγορεύω, υπαγγέλλω, υπενθυμίζω, υποδέχομαι, υποδιαιρώ). Μερικές από τις νεοελλ. λ. με α' συνθετικό υπ(ο)- είναι ξεν. επιστημονικοί όροι, οι οποίοι έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. υπογένεση < αγγλ. hypogenesis, υπογλυκαιμία < αγγλ. hypoglycemia, υποθερμία < γαλλ. hypothermie, υποτονία < αγγλ. hypotonia). Τέλος, στην χημική ορολογία το υπ(ο)αποτελεί πρόθημα το οποίο δηλώνει ότι μια χημική ένωση, συνήθως ένα οξύ και τα άλατά του, περιέχει την μικρότερη αναλογία οξυγόνου από μια σειρά ενώσεων οι οποίες σχηματίζονται από τα ίδια χημικά στοιχεία ή ότι ένα από τα στοιχεία της βρίσκεται στην χαμηλότερη οξειδωτική βαθμίδα σε σχέση με τις άλλες ενώσεις τις οποίες αυτό μπορεί να σχηματίσει με τα ίδια στοιχεία (πρβλ. υποχλωριώδες οξύ < αγγλ. hypochlorous acid).Παραδείγματα σύνθ. με α' συνθετικό υπ(ο)-: υπαγορεύω, υπάγω, ύπαιθρος, υπαινίσσομαι, υπαίτιος, υπακούω, υπάλληλος, υπαναχωρώ, ύπανδρος, υπαντώ, υπάρχω, υπεισέρχομαι, υπεκφεύγω, υπεξαιρώ, υπεύθυνος, υπέχω, υπηρέτης, υπόβαθρο, υποβάλλω, υποβιβάζω, υποβόσκω, υποβρύχιος, υπόγειο(ς), υπογλώσσιος, υπογράφω, υποδεικνύω, υποδέχομαι, υποδηλώνω, υποδιαιρώ, υποδιαστολή, υπόδικος, υποδιοικητής, υποδομή, υποδύω, υποζύγιο(ς), υποθάλπω, υποκαθιστώ, υποκάμισο, υπόκειμαι, υποκινώ, υποκλέπτω, υποκλίνομαι, υποκρίνομαι, υποκρούω, υποκύπτω, υπόκωφος, υπολαμβάνω, υπολείπομαι, υπομειδιώ, υπομένω, υπομιμνήσκω, υπομοχλεύω, υπονοώ, υπόξανθος, υποπίπτω, υπόπρωρος, ύποπτος, υπόρριζος, υπορχούμαι, υποσημειώνω, υποσκάπτω, υποσκελίζω, υποσκιάζω, υπόσπονδος, υποστάθμη, υπόστεγο(ς), υποστηρίζω, υποστράτηγος, υποστρώνω, υποστυλώνω, υποτάσσω, υποτείνω, υποτελής, υποτίθεμαι, υποτιμώ, υποτυπώ(νω), ύπουλος, υπουργός, υποφέρω, υποχείριος, υποχθόνιος, υπόχρεος, υποχωρώ, υποψήφιος, υπώρεια, υφαιρώ, ύφαλος, υφήλιος·αρχ. υπαγανακτώ, υπαγγέλλω, υπαγκαλίζω, υπάγροικος, υπαγωνιώ, υπάδω, υπαέριος, υπαίρω, υπακολουθώ, υπαμείβω, υπαρχιτέκτων, ύπαστρος, υποδαίω, υποδείδω, υποδιδάσκω, υποδρομή, υποκλαίω, υπολέγω, υπόλεπτος, υπόλιτος, υπόπυκνος, υποτρέπομαι
αρχ.-μσν.
ύπακρος, υπαναγιγνώσκω, υπασκώ, υποβαίνω, υποδάκνω, υποδέω, υποπάτριος, υποπείθω
μσν.
υπαγκωνίζω, υπεκδρομή, υπόδακρυς, υπόζοφος, υπομέλπω, υπονικώ, υποξέω, υπόστρατος, υποσυρρέω, υπόφοβος·μσν.-νεοελλ. υπόδουλος, υπόσχομαι, υπότιτλος·νεοελλ. υπανάπτυξη, υπάνθρωπος, υπαξιωματικός, υπαρχηγός, υπαστυνόμος, υπέδαφος, υπενθυμίζω, υποαλγησία, υποαπασχολούμαι, υποβαθμίζω, υποβλάστη, υπογένεση, υπογλυκαιμία, υπογραμμίζω, υποδαυλίζω, υποδεκάμετρο, υπόδερμα, υποδιευθυντής, υποδόριος, υποθαλάσσιος, υποθερμία, υποθέτω, υποκατάστημα, υπόκοσμος, υπολειτουργώ, υπολογίζω, υπολοχαγός, υποπλοίαρχος, υποσιτίζω, υποσμηναγός, υποσυνείδητο, υποσύνολο, υποτονία, υποχονδρία, υφίσταμαι, υφυπουργός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”